«Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τον Πρωθυπουργό Ρούτε για την πολύ θερμή υποδοχή του, σήμερα εδώ στη Χάγη. Και για την πολύ θετική ανταπόκριση της Ολλανδίας να προχωρήσουμε αποφασιστικά και από κοινού προς το μέλλον.
Ύστερα από μια τραυματική, από μια δύσκολη, δεκαετία κρίσης, η Ελλάδα ανοίγει ξανά τους ορίζοντές της. Και, βέβαια, δεν ξεχνά ότι σ΄ αυτήν την περιπέτεια, η Ευρώπη στάθηκε στο πλευρό της. Γι’ αυτό και στις πρόσφατες εκλογές, οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν μια Κυβέρνηση με ειλικρινή, με σταθερό φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Της έδωσαν μια ισχυρή εντολή: Να προωθήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο -το οποίο στον πυρήνα του- έχει την ισχυρή ανάπτυξη και την μεγαλύτερη, την περισσότερη απασχόληση. Μία εξέλιξη η οποία πια μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από τολμηρές, μέσα από καινοτόμες επενδύσεις. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο μόνος δρόμος για να παραχθεί καινούργιος πλούτος και να απλωθεί η ευημερία σε όλους! Η φίλη Ολλανδία αποτελεί σε αυτόν τον τομέα έναν ξεχωριστό σύμμαχο. Είναι μία χώρα πρωτοπόρος στην οικονομική διπλωματία, από την οποία έχουμε να διδαχθούμε πολλά. Και προσδοκούμε, συνεπώς, στη συνεργασία της, ώστε και το Υπουργείο Εξωτερικών να μπορέσει να αξιοποιήσει την εμπειρία της και να εντάξει -και αυτό- στα εθνικά του καθήκοντα την διεθνή οικονομική συνεργασία. Μια δουλειά τεχνικής βοήθειας η οποία είχε ξεκινήσει από το 2012 και η οποία ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, ολοκληρώνεται επί δικής μας Κυβέρνησης. Και δεν είναι τυχαίο ότι με συνοδεύουν εδώ ο νέος υφυπουργός Εξωτερικών -υπεύθυνος για τις οικονομικές σχέσεις και την οικονομική διπλωματία- ο κ. Φραγκογιάννης κι ο αρμόδιος Γενικός Γραμματέας ο κ. Δημητριάδης. Γιατί αμφότεροι έχουν αποστολή να ανοίξουν την πόρτα της Ελλάδας σε ξένες επενδύσεις. Γιατί αυτές είναι, τελικά, που θα φέρουν στην χώρα μας νέες δουλειές. Όπως θα φέρουν πίσω και τα χιλιάδες ελληνικά μυαλά που σήμερα ζουν, παράγουν και προοδεύουν εκτός των συνόρων μας. Πολλά εκ των οποίων, πολλοί νέοι άνθρωποι, ζουν και εργάζονται σήμερα στην Ολλανδία.
Επισκεφτήκαμε, το πρωί, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Αϊντχόβεν και είδαμε στην πράξη τι σημαίνει να λειτουργεί ένα πανεπιστήμιο το οποίο βρίσκεται κοντά στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς. Τι σημαίνει ένα ανταγωνιστικό κέντρο καινοτομίας, που προωθεί την ανάπτυξη με την σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με αιχμή πάντα την έρευνα και την τεχνολογία. Μια τέτοια Ελλάδα θέλουμε να φτιάξουμε: Μια Ελλάδα ανοιχτή σε νέες ιδέες, φιλόξενη στη διεθνή επιχειρηματικότητα και, πάντα, δυναμική στις πρωτοβουλίες της.
Με τον Μαρκ Ρούτε μάς συνδέουν δεσμοί φιλίας. Έχουμε μία πολύ ειλικρινή επαφή. Και θεωρώ ότι και η σημερινή μας συνάντηση εδραίωσε ακόμα περισσότερο αυτήν τη φιλία μας σε σταθερές βάσεις: Παρουσίασα το σχέδιο μας, το πρόγραμμά μας, για τις γρήγορες και αποτελεσματικές διαρθρωτικές αλλαγές που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Ένα πρόγραμμα, στην υλοποίηση του οποίου θέλουμε και την πολύτιμη συμβολή της Ολλανδίας. Ιδίως σε μια σειρά από τομείς στους οποίους η Ολλανδία έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και μπορεί να υπάρξουν προφανείς συνέργειες μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και της ολλανδικής οικονομίας. Ένας τομέας συνεργασίας, παραδείγματος χάριν, είναι ο αγροδιατροφικός, όπου η Ολλανδία διαθέτει παγκόσμια εξαιρετικά καινοτόμα τεχνολογία και μπορεί να ωφελήσει τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα, που καλείται να κάνει ένα μεγάλο άλμα και να βελτιώσει την παραγωγικότητά του.
Συζητήσαμε, όμως, και για όλα τα μεγάλα θέματα τα οποία απασχολούν σήμερα την Ευρώπη: Την ατζέντα της νέας Επιτροπής με Πρόεδρο την κυρία Βαν ντερ Λάιεν, η οποία -απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι- θα επισκεφθεί τον Ολλανδό Πρωθυπουργό σήμερα το βράδυ. Το Brexit, τις πιθανές συνέπειές του, την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας, τον κίνδυνο απορρύθμισης του διεθνούς εμπορίου, τον ρόλο της Κίνας, των ανερχόμενων οικονομιών.
Μιλήσαμε, όμως, και για το προσφυγικό. Και την ανάγκη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου, ιδίως μεταξύ των χωρών της ζώνης του Σένγκεν. Δεν ξεχνώ, αγαπητέ κ. Πρωθυπουργέ, ότι και η Κοινή Δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας για το θέμα αυτό επιτεύχθηκε επί Ολλανδικής Προεδρίας. Κι αυτό με οδηγεί να επαναλάβω ένα διπλό, κοινό και ταυτόχρονο καθήκον: Η Ελλάδα θα κάνει αυτό που της αναλογεί, ώστε να ενταθούν οι επιστροφές προς την Τουρκία και να εξασφαλίσει, ταυτόχρονα, ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης σε όλους όσοι παραμένουν στην Πατρίδα μας. Ήδη, μάλιστα, έχει λάβει τα πρώτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, όσο και για την εξαιρετικά κρίσιμη επίσπευση της διαδικασίας παροχής ασύλου.
Αλλά και η Ευρώπη, πρέπει με τη σειρά της να προστατεύσει τα ελληνικά σύνορα –γιατί τα σύνορα της Ελλάδας είναι σύνορα της Ευρώπης και τα σύνορα της Ευρώπης είναι σύνορα της Ελλάδας. Μεριμνώντας, επίσης, και για τη δίκαιη κατανομή των προσφύγων στα κράτη-μέλη. Δεν μπορεί να υπάρχουν χώρες που απολαμβάνουν τα οφέλη από τη συμμετοχή στη Ζώνη Σένγκεν, χωρίς να αναλαμβάνουν ταυτόχρονα ένα μέρος της ευθύνης για τη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος. Αυτό δεν είναι ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και πιστεύω ότι σε αυτό συμφωνούμε με τον Ολλανδό Πρωθυπουργό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάδα είναι ίσως η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που βγαίνει από αυτήν την επικίνδυνη φάση του ευρωπαϊκού λαϊκισμού. Η Πατρίδα της Δημοκρατίας απέδειξε ξανά ότι το Πολίτευμα της Ελευθερίας και του Διαλόγου τελικά επικρατεί, όσο και αν το απειλούν οι δυνάμεις των άκρων. Και είναι, νομίζω, ένα μήνυμα ελπίδας για όλους εμάς που θέλουμε μία Ευρώπη πιο δημοκρατική ισχυρότερη, καλύτερη! Θέλω να Ευχαριστήσω και πάλι τον Μάρκ Ρούτε για την θερμή υποδοχή, για τα καλά του λόγια, για την φιλοξενία, για την γόνιμη συνεργασία. Και φυσικά να τον καλέσω σε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε αυτήν την πολύ παραγωγική συνεργασία την οποία εγκαινιάσαμε σήμερα.
Δημοσιογράφος: Κύριε Πρόεδρε, σήμερα, ουσιαστικά ολοκληρώνεται ένας πρώτος κύκλος από την ευρωπαϊκή σας περιοδεία σε Βερολίνο, Παρίσι και σήμερα εδώ στην Χάγη. Σας ακούσαμε και σήμερα να μιλάτε για επενδύσεις. Τι να περιμένουμε λοιπόν στο μέλλον σχετικά με επενδύσεις, με μεταρρυθμίσεις; Και ένα δεύτερο σκέλος, έχετε επαναλάβει πολλές φορές ότι όσον αφορά στα δημοσιονομικά θα τηρήσουμε τον στόχο του πλεονάσματος για το 2019 και το 2020. Από εκεί και πέρα θα ήθελα να ρωτήσω αν σε αυτές τις τρεις συναντήσεις έχει συζητηθεί καθόλου το σενάριο να συνυπολογιστούν στο πρωτογενές πλεόνασμα, πριν από το 2021, τα κέρδη που έχουν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα.
Πρωθυπουργός: Ολοκληρώνω έναν πρώτο κύκλο επισκέψεων σε σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Για να μιλήσω πολύ περισσότερο για το μέλλον και πολύ λιγότερο για το παρελθόν. Για μια χώρα η οποία αλλάζει, η οποία δρομολογεί τολμηρές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα την κάνουν φιλόξενη για ξένες επενδύσεις και για ευρωπαϊκά κεφάλαια τα οποία θα θέλουν να επενδυθούν στην Πατρίδα μας. Μια χώρα η οποία, σήμερα, εξασφαλίζει πολιτική σταθερότητα. Μια Κυβέρνηση η οποία διαθέτει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά κυρίως τη βούληση, τη θέληση, να προχωρήσει γρήγορα και αποτελεσματικά στην εφαρμογή του σχεδίου για το οποίο ψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό. Και πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό -όπως εξήγησα και στο Παρίσι και στο Βερολίνο- να αλλάξουμε το αφήγημα των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρώπη συνολικά. Δεν είμαστε εδώ μόνο να συζητάμε για τα προβλήματα του παρελθόντος, για ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που θα αποπληρώσουμε το χρέος μας. Είμαστε, εδώ, να συζητήσουμε για τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος. Είμαστε εδώ να συνεργαστούμε και να βρούμε λύσεις οι οποίες θα είναι αμοιβαία ωφέλιμες. Αυτή ήταν και η συζήτηση που είχα σήμερα με τον Ολλανδό Πρωθυπουργό και πιστεύω ότι ακριβώς αυτή η προσέγγιση θα μας δώσει τη δυνατότητα να κερδίσουμε πίσω τη χαμένη αξιοπιστία της Πατρίδας μας και να καταστήσουμε πάλι την Ελλάδα έναν παίκτη σημαντικό για τα ευρωπαϊκά δρώμενα σε μια Ευρώπη που αλλάζει. Και μια με μια νέα Επιτροπή, η οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις του μέλλοντος. Είτε αυτές είναι οι προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την οικονομική ανάπτυξη, είτε με τη διαχείριση του προσφυγικού, είτε την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για τη δική μας γενιά.
Ως προς την δεύτερη ερώτησή σας, έχω πει πάρα πολλές φορές ότι το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ένα πρόβλημα το οποίο έρχεται από το παρελθόν. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο μας κληροδοτήθηκε από μια Κυβέρνηση, η οποία επιβάρυνε τη χώρα με μια πολύ αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, η οποία μας επιβλήθηκε λόγω της δικής της αναξιοπιστίας. Έχω πει όμως ταυτόχρονα, ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τους στόχους για το πλεόνασμα 3,5% το 2019 και το 2020 και εντός του 2020, έχοντας κερδίσει αξιοπιστία και έχοντας εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις,, θα ανοίξει τη συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά. Το ζήτημα των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας των SMPs και των ANFAs είναι ένα ζήτημα, το οποίο θα το συζητήσουμε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θέλω να θυμίσω ότι και στο παρελθόν έχουν υπάρξει διατυπώσεις στα συμπεράσματα του Eurogroup για το πως αυτά τα χρήματα μπορούν να αξιοποιηθούν για πολιτικές οι οποίες προάγουν συνολικά την ανάπτυξη. Είναι ζητήματα όμως τα οποία θα συζητήσουμε με τους θεσμούς. Δεν είναι ζητήματα τα οποία συζητάμε κατ’ ανάγκη σε διμερές επίπεδο. Συζητάμε τα ζητήματα αυτά σε επίπεδο των θεσμικών οργάνων και δρομολογούμε ανάλογα τις εξελίξεις.
Δημοσιογράφος: Για τη μετανάστευση υπάρχουν όλο και περισσότερες προσφυγικές ροές στην Ελλάδα και περισσότερες εκθέσεις στην Τουρκία για μετανάστες, για πρόσφυγες που στέλνονται χωρίς τη θέλησή τους πίσω. Εσείς, ο κ. Μητσοτάκης -και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες- θα αναλάβετε τις ευρωπαϊκές σας ευθύνες;
Πρωθυπουργός: Η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος. Έχει μειώσει σημαντικά τις ροές των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών, δεν τις έχει όμως τελείως μηδενίσει. Και η αλήθεια είναι ότι τους τελευταίους μήνες είδαμε πάλι μια αύξηση των ροών προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, η οποία μας επιβάλλει να ξαναδούμε το ζήτημα αυτό και να πάρουμε και κάποια άμεσα μέτρα για την αποσυμφόρηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα θα αλλάξει τις διαδικασίες για τη χορήγηση ασύλου. Θα τις απλοποιήσει με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα των εν δυνάμει προσφύγων, αλλά δεν θα επιτρέψει οι διαδικασίες αυτές να διαιωνίζονται σε τέτοιο βαθμό που τελικά κανείς ή σχεδόν κανείς να μην επιστρέφει στην Τουρκία ως αποτέλεσμα της πλημμελούς εφαρμογής της συμφωνίας από τη δική μας την πλευρά. Ο συνολικός αριθμός των επιστροφών στην Τουρκία, από την αρχή της εφαρμογής της συμφωνίας, είναι λίγο παραπάνω από 1.800 άτομα, όταν αυτοί που έχουν έρθει στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιοι. Και αυτό είναι κάτι το οποίο σίγουρα πρέπει να διορθωθεί. Από την άλλη και η Τουρκία πρέπει να κάνει περισσότερα για να εφαρμόσει τα όσα η ίδια έχει συμφωνήσει, ως προς τον εντοπισμό και την αδρανοποίηση των δικτύων του οργανωμένου εγκλήματος, που μετακινούν αυτούς τους ανθρώπους που φτάνουν στα παράλια μας. Τους παρέχουν τα μέσα για να μπορέσουν να διασχίσουν το Αιγαίο και να φτάσουν στα ελληνικά νησιά. Άρα, όλοι πρέπει να κάνουμε περισσότερα.
Και βέβαια θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Ολλανδό Πρωθυπουργό ότι έχει έρθει πια η ώρα να αναβιώσουμε, ουσιαστικά, την συζήτηση για μια ενιαία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική χορήγησης ασύλου την οποία δεν μπορούμε να δούμε ανεξάρτητα από την πολιτική μας για την Ζώνη του Σένγκεν. Ούτε μπορούμε να την δούμε ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο ως Ευρώπη φυλάσσουμε τα εξωτερικά μας σύνορα. Προσωπικά είμαι υπέρμαχος της πρότασης η οποία κατατέθηκε από την απερχόμενη Επιτροπή για σημαντική ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Δύναμης Φύλαξης των Συνόρων. Και πρέπει να έχουμε ενιαίους κανόνες και ενιαίες διαδικασίες για το πως η Ευρωπαϊκή Ένωση, και τα κράτη-μέλη φυλάσσουν τα εθνικά τους σύνορα τα οποία ταυτόχρονα είναι και ευρωπαϊκά σύνορα. Είναι ένα ζήτημα το οποίο έχω θέσει στην κυρία Βαν Ντερ Λάιεν. Αποτελεί εξάλλου προτεραιότητα για την ίδια. Πιστεύω ότι διαμορφώνεται μια κρίσιμη μάζα σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών που θέλουν τα ζητήματα αυτά να τα θέσουν στο τραπέζι των συζητήσεων, αναγνωρίζοντας, όμως, απόλυτα ότι πρέπει να υπάρχει ένας δίκαιος επιμερισμός και στοιχειώδης ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού. Δεν γίνεται κάποιος να επωφελείται από τη Ζώνη του Σένγκεν και ταυτόχρονα να μην δέχεται ούτε τον ελάχιστο καταμερισμό προσφύγων ή ενδεχομένως ευάλωτων ομάδων πληθυσμού εντός της δικής του χώρας. Να δώσω ένα μικρό παράδειγμα και να κλείσω: Έχουμε έναν αριθμό από ασυνόδευτα παιδιά, σήμερα, στην Ελλάδα. Είναι, ίσως, η πιο ευάλωτη ομάδα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε με μέγιστη κοινωνική ευαισθησία. Οι αριθμοί δεν είναι πολύ μεγάλοι. Αλλά θα ήταν μια πάρα πολύ καλή ένδειξη ευρωπαϊκής ευαισθησίας αν οι ευρωπαϊκές χώρες συμφωνούσαν να πάρουν έναν μικρό αριθμό από αυτούς τους ασυνόδευτους ανήλικους και να τους περιθάλψουν στις χώρες τους μέχρι να επανενωθούν με τις οικογένειες τους; Δεν νομίζω ότι κινδυνεύει καμία ευρωπαϊκή χώρα από μια τέτοια πρωτοβουλία. Θα έστελνε, όμως, ένα μήνυμα ουσιαστικής αλληλεγγύης και ευρωπαϊκής αντιμετώπισης ενός προβλήματος το οποίο στην ρίζα του ήταν, είναι και θα παραμείνει ευρωπαϊκό.
Δημοσιογράφος: Κύριε Πρόεδρε, εκτιμάτε πώς δεν είναι ασύνδετη με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών η τάση του Ερντογάν για έναν αναθεωρητισμό στην περιοχή και τις γενικότερες επιδιώξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ως μέσο πίεσης; Και αν ναι, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτό, αλλά και για το πρόβλημα το οποίο έχουμε άμεσα, όχι βέβαια με μια λύση συνολική αλλά με αντιμετώπιση έκτακτη. Για παράδειγμα θα χρειαζόταν η Τουρκία ή η Ελλάδα περισσότερα λεφτά τώρα;
Πρωθυπουργός: Είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας προφανώς, να τηρηθεί η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Και νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που η Τουρκία το αναγνωρίζει, τουλάχιστον στις δημόσιες δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων. Προφανώς υπάρχουν περιθώρια σημαντικής βελτίωσης ως προς την εφαρμογή της συμφωνίας και στο επιχειρησιακό πεδίο. Και εμείς θα θέτουμε πάντα την Τουρκία προ των ευθυνών της ώστε και αυτή να εφαρμόσει την συμφωνία και να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Εξάλλου, έχει σημαντικό οικονομικό όφελος από αυτήν την συμφωνία. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να το ξεχνούμε. Από εκεί και πέρα, προφανώς, οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας δεν καθορίζονται μόνο από το ζήτημα του προσφυγικού. Υπάρχουν και άλλες ανοιχτές εκκρεμότητες. Έθεσα στον Ολλανδό Πρωθυπουργό τα ζητήματα της κατάφωρης παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις δράσεις της Τουρκίας εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου. Υπήρξε συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι αυτές οι προκλήσεις δεν μπορεί να μείνουν αναπάντητες. Άρα, η συνολική σχέση Ευρώπης – Τουρκίας είναι μια σύνθετη σχέση που αναπτύσσεται σε πολλά επίπεδα. Αλλού θα χρειάζεται μεγαλύτερη πίεση, αλλού θα χρειάζεται καλύτερη διάθεση για συνεργασία. Και η Ελλάδα, ως χώρα η οποία αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, θα έχει πάντα έναν πρωταγωνιστικό ρόλο να παίξει στην συνολική δρομολόγηση των σχέσεων της Ευρώπης με την Τουρκία.
Δημοσιογράφος: Ο κ. Ρούτε αναφέρθηκε στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας με πολύ θετικά σχόλια. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον ο κακός μαθητής που ήταν στο παρελθόν στην Ευρώπη. Μιλήσατε καθόλου και για τον δανεισμό που έχει υπάρξει από την Ολλανδία προς την Ελλάδα, μιλήσατε για την αποπληρωμή αυτού του χρέους; Και έχετε κάτι νεότερο για το Brexit;
Πρωθυπουργός: Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τον Ολλανδό Πρωθυπουργό, επιβεβαιώνοντας αυτό το οποίο είπε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποπληρώσει η Ελλάδα, με ασφάλεια τα χρέη της είναι να αναπτυχθεί με γρήγορους ρυθμούς. Γι’ αυτό και όλη η έμφαση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ακριβώς στην ανάπτυξη. Όσο πιο ισχυρή είναι η ανάπτυξη τόσο πιο εύκολη γίνεται η διαχείριση του χρέους και τόσο λιγότερο σημαντικό είναι να εξακολουθεί η χώρα, χρόνο με τον χρόνο, να παράγει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Διότι ο λόγος που συμφωνήθηκαν αυτά τα πλεονάσματα -όταν συμφωνήθηκαν- είχε να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη αξιοπιστία στην τότε Κυβέρνηση να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Επίσης, θέλω να θυμίσω ότι ήταν ένα περιβάλλον όπου τα επιτόκια ήταν πολύ πιο ψηλά απ’ ό,ι είναι σήμερα. Άρα οι συγκυρίες αλλάζουν. Αλλά αυτά είναι ζητήματα τα οποία θα έχουμε την ευκαιρία να τα συζητήσουμε και με τους θεσμούς, οι οποίοι θα κάνουν και τις τελικές τους εισηγήσεις. Τονίζω, όμως, ότι η κυρίαρχη οικονομική παράμετρος η οποία εξασφαλίζει τελικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι η ανάπτυξη. Και η ανάπτυξη την οποία εμείς οραματιζόμαστε δεν στηρίζεται σε δανεικά, αλλά σε επενδύσεις. Είναι μια ανάπτυξη η οποία ενθαρρύνει την καινοτομία, την εξωστρέφεια και στηρίζει τα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας. Και εκεί ακριβώς είναι που βλέπω το σημαντικό πεδίο συνεργασίας και με την Ολλανδία, αλλά και με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και αισθάνομαι επίσης ασφαλής από το γεγονός ότι αυτή η πολιτική της ελληνικής Κυβέρνησης φαίνεται να γίνεται θετικά αποδεκτή και από τις ίδιες τις αγορές. Διότι μιλάμε πολύ συχνά για τις διακρατικές μας σχέσεις, για το πόσο καλές επαφές μπορεί να έχουμε εμείς, αλλά ο τελικός κριτής της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας είναι οι ίδιες οι αγορές. Αν οι αγορές δεν πιστεύουν αυτά τα οποία λέμε και κάνουμε τότε το κόστος δανεισμού της χώρας θα αυξάνεται. Και τότε όλοι -και η Ελλάδα και η Ευρώπη- θα έχουμε προβλήματα. Φαίνεται όμως ότι κινούμαστε σε μια αντίθετη κατεύθυνση. Χρέος δικό μου είναι να αξιοποιήσω αυτό το θετικό momentum, αυτήν την καλή αρχή που πιστεύω ότι έχουμε κάνει με το να συνεχίσουμε να δουλεύουμε σε πολύ εντατικούς ρυθμούς, ώστε η Ελλάδα πολύ σύντομα να έχει οριστικά βγει από τον φαύλο κύκλο της κρίσης. Κάνουμε μια καινούργια αρχή για να πείσουμε οριστικά και αμετάκλητα όλους στην Ευρώπη, στις διεθνείς αγορές, ότι η κρίση έχει τελειώσει και ότι έχουμε μπει σε μια καινούργια τροχιά ισχυρής ανάπτυξης. Δεν θα κουραστώ να το λέω. Θέλω η Ελλάδα να είναι η ευχάριστη έκπληξη της Ευρωζώνης για τα επόμενα χρόνια. Και επειδή δυστυχώς έχουμε χάσει μεγάλο κομμάτι του οικονομικού μας πλούτου η δυνατότητα για μια γρήγορη ανάκαμψη -τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια- είναι απολύτως ρεαλιστική. Είναι μια πιθανότητα η οποία για μένα θα γίνει πράξη μέσα από τις πολιτικές τις οποίες εφαρμόζουμε.
Για το Brexit, δεν έχω να προσθέσω κάτι περισσότερο παρά μόνο να πω ότι η Ευρώπη είναι ενωμένη στην πολιτική της απέναντι στην Μεγάλη Βρετανία. Υπάρχει ένα πολύ περιορισμένο χρονοδιάγραμμα στο οποίο η βρετανική Κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα προτείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανές εναλλακτικές για το πρόβλημα του Backstop. Είμαστε πάντα εδώ έτοιμοι να ακούσουμε, αλλά είναι βέβαιον ότι τελικά η ευρωπαϊκή γραμμή στα ζητήματα αυτά, θα είναι αρραγής και ενιαία».