Ακολουθεί ανεπίσημη μετάφραση της επιστολής από τα αγγλικά:
Αγαπητή Ursula,
Σου απευθύνω αυτή την επιστολή αναφορικά με το ζήτημα των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Σε διάστημα λίγων μηνών, οι τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έχουν υπερδιπλασιαστεί, από 60 ευρώ/MWh τον Απρίλιο σε 130 ευρώ/MWh τον Αύγουστο.
Η αύξηση αυτή σημειώθηκε παρά την αξιοσημείωτη πρόοδό μας όσον αφορά την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Σε σχέση με το περασμένο καλοκαίρι, η ηλεκτροπαραγωγή μας από αιολική και ηλιακή ενέργεια αυξήθηκε κατά 25%, ενώ η παραγωγή από λιγνίτη μειώθηκε κατά 27%. Αυτό είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε για το ηλεκτρικό μας σύστημα. Ωστόσο, οι τιμές αυξήθηκαν σε επίπεδα που είδαμε για τελευταία φορά στις αρχές του 2023, όταν ακόμα αντιμετωπίζαμε τις συνέπειες της πιο οξείας ενεργειακής κρίσης στην ιστορία μας.
Αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ μιας ενεργειακής μετάβασης που είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη και των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας που αυξάνονται ξαφνικά σε ακραία επίπεδα απαιτεί πολιτική απάντηση. Αν δεν αντιμετωπιστεί, απειλεί τους πολίτες και την ανταγωνιστικότητά μας. Θα μπορούσε να υπονομεύσει την υποστήριξη για την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ.
Σε μεγάλο βαθμό, η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα αντανακλούσε περιφερειακούς παράγοντες. Παρόμοιες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Κροατία και άλλα κράτη μέλη. Πρόκειται για μια περιφερειακή κρίση.
Πολλοί παράγοντες εξηγούν αυτό το σοκ: οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες, κάτι που επιδεινώθηκε από την κλιματική αλλαγή, οι διακοπές στην ηλεκτροπαραγωγή και στις δυνατότητες διασυνοριακών μεταφορών, και οι χαμηλές βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι οποίες άφησαν στους ταμιευτήρες λιγότερο νερό για τη θερινή περίοδο.
Όμως η περιοχή μας αντιμετώπισε ένα πρόσθετο βάρος: οι επιθέσεις της Ρωσίας κατά του ουκρανικού δικτύου έχουν μετατρέψει την Ουκρανία σε σημαντικό καθαρό εισαγωγέα. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από τις χώρες της ΕΕ. Πρόκειται για ένα ακόμα τίμημα που ο καταστροφικός πόλεμος της Ρωσίας επιβάλλει στις οικονομίες μας.
Ταυτόχρονα, το σοκ αυτό δεν επηρέασε ισομερώς όλα τα κράτη μέλη. Η περιοχή που εκτείνεται από την Τσεχία έως την Ελλάδα έχει συνήθως παρόμοιες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Στις αρχές του 2024, οι διαφορές στη μέση μηνιαία τιμή μεταξύ των χωρών αυτής της περιοχής ανέρχονταν σε λίγα ευρώ μόνο.
Ωστόσο, αυτό το καλοκαίρι οι αποκλίσεις διευρύνθηκαν. Ορισμένες ώρες, η διαφορά τιμών μεταξύ γειτονικών χωρών ξεπερνούσε τα 100 ευρώ/MWh. Συχνά, οι διαφορές ήταν πολύ μεγαλύτερες. Σε ένα ακραίο σημείο, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ουγγαρία έφτασε τα 940 ευρώ/MWh, ενώ στη γειτονική Αυστρία ήταν 61 ευρώ/MWh, ήταν το 15πλάσιο δηλαδή, για το ίδιο προϊόν, την ίδια ώρα, στο εσωτερικό της ΕΕ.
Σε βάθος αρκετών εβδομάδων, αυτές οι διαφορές αθροίζονται. Η διαφορά μερικών ευρώ έγινε διαφορά σχεδόν 100 ευρώ κατά τη διάρκεια του Ιουλίου. Τον Αύγουστο, η διαφορά μεταξύ του ακριβότερου και του φθηνότερου κράτους μέλους της ΕΕ στην περιοχή αυτή ήταν 45 ευρώ. Αν πολλαπλασιαστεί με την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται, αυτό είναι ένα πρωτοφανές επιπρόσθετο κόστος. Και υπονομεύει το πνεύμα και τον σκοπό της εσωτερικής αγοράς.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι το σύστημα είναι τόσο πολύπλοκο και αδιαφανές, που είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοήσουμε τι ακριβώς επηρεάζει τις τιμές σε κάθε δεδομένη στιγμή. Έχουμε δημιουργήσει ένα ακατανόητο «μαύρο κουτί», ακόμη και για τους ειδικούς. Και δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πειστικά στους πολίτες μας γιατί η τιμή που πληρώνουν αυξάνεται τόσο ξαφνικά. Αυτό είναι, σε πολιτικό επίπεδο, απαράδεκτο.
Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων, προτείνουμε τα εξής.
Πρώτον, χρειαζόμαστε ισχυρότερη διακυβέρνηση. Αυτό το επεισόδιο υπογραμμίζει την ανάγκη για περισσότερο συντονισμό και σχεδιασμό σε περιφερειακό επίπεδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις σε επίπεδο χώρας (π.χ. μια προγραμματισμένη διακοπή λειτουργίας) λαμβάνονται με γνώμονα την ευρύτερη περιφερειακή δυναμική, ώστε να αποφευχθούν περιπτώσεις όπου ένα τέτοιο γεγονός προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις σε πολύ ευρύτερο χώρο από ό,τι αναμενόταν. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα που να επιτρέπει μεγαλύτερη συμβολή της ΕΕ στις αποφάσεις μιας χώρας.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ρυθμιστική εποπτεία από την ΕΕ. Όταν οι τιμές σε μια χώρα διαμορφώνονται με βάση γεγονότα εκατοντάδες ή και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η ρύθμιση σε επίπεδο χώρας έχει περιορισμένη χρησιμότητα. Καμία ρυθμιστική αρχή δεν έχει την αρμοδιότητα να επιθεωρεί τους φορείς σε μια τόσο μεγάλη γεωγραφική έκταση για να διασφαλίσει ότι οι αγορές λειτουργούν σωστά. Αυτή τη δουλειά πρέπει να την αναλάβει η ΕΕ. Χρειαζόμαστε μια ρυθμιστική αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια σε επίπεδο ΕΕ που να μπορεί να εξετάζει ταυτόχρονα πολλαπλές αγορές και να διαβεβαιώνει τους καταναλωτές ότι δεν υπάρχουν αθέμιτες πρακτικές.
Τρίτον, χρειαζόμαστε μια ειδική διευθέτηση όσον αφορά τη στόχευση των ουκρανικών υποδομών από τη Ρωσία. Χωρίς επαρκείς μεταφορές ηλεκτρικής ενέργειας εντός της ΕΕ, ο αντίκτυπος των εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας προς την Ουκρανία γίνεται αισθητός μόνο σε ορισμένες χώρες. Ο νέος σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προσφέρει ορισμένες επιλογές για την αντιμετώπιση μιας παρατεταμένης κρίσης που αυξάνει τις τιμές. Η Ελλάδα θα διερευνήσει αυτές τις επιλογές με στόχο την ανάκτηση των ουρανοκατέβατων κερδών από τους παραγωγούς και την προστασία των καταναλωτών κατά τη διάρκεια αυτού του σοκ.
Και, τέλος, χρειαζόμαστε νέα ώθηση για τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις. Πρέπει να ολοκληρώσουμε την εσωτερική αγορά. Η τοπική συμφόρηση μπορεί να επηρεάσει μια ευρεία περιοχή, καθιστώντας κάθε διασυνοριακό σημείο ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Αυτό πρέπει να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουμε και προωθούμε τις διασυνοριακές δυνατότητες. Επιπλέον, όταν οι αποκλίσεις στις τιμές μεταξύ χωρών μπορούν να φτάσουν σε τόσο ακραία επίπεδα, η αναλογία κόστους-οφέλους των διασυνδέσεων γίνεται ακόμα καλύτερη. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, η νέα Επιτροπή θα πρέπει να αναλάβει το έργο της προώθησης περισσότερης διασυνοριακής χωρητικότητας.
Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών υπογραμμίζουν κάτι που γνωρίζουμε εδώ και καιρό: ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι μία διαδρομή. Απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και προσαρμογή. Πιστεύω ότι οι ιδέες που διατυπώσαμε εδώ μπορούν να βοηθήσουν στη διόρθωση ορισμένων εκ των αδυναμιών της αγοράς μας -και ευθυγραμμίζονται με το σαφές μήνυμα της έκθεσης Draghi, ότι πρέπει να ενισχύσουμε την εσωτερική αγορά ενέργειας. Είναι επιτακτική ανάγκη να αναλάβουμε την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Η επιτυχία της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ εξαρτάται από αυτό.
Με εκτίμηση,
Κυριάκος Μητσοτάκης